-
1 запрос
запрос м η επερώτηση сделать \запрос ζητώ πληροφορία сделать \запрос в парламенте κάνω επερώτηση στη βουλή* * *мη επερώτησηсде́лать запро́с — ζητώ πληροφορία
сде́лать запро́с в парла́менте — κάνω επερώτηση στη βουλή
-
2 запрос
запросм1. (вопрос) ἡ ἐπερώτηση [-ις]:письменный \запрос ἡ γραφτή ἐπερώτηση· делать \запрос κάνω ἐπερώτηση·2. \запросы мн. (интересы) τά πνευματικά ἐνδιαφέροντα:культурные \запросы τά ἐκπολιτιστικά ἐνδιαφέροντα·3. (о цене) ἡ ζήτηση [-ις]:цены без \запроса οἱ ὠρισμένες τιμές. -
3 запрос
1. (требование или просьба дать какие-л. сведения, объяснения и т.п.) η επερώτηση 2. (рлк) η επερώτηση προς αναγνώριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запрос
-
4 запросить
запросить (сделать запрос) κάνω επερώτηση, ζητώ πληροφορία* * *( сделать запрос) κάνω επερώτηση, ζητώ πληροφορία -
5 интерпелляция
η (επ)ερώτηση (του βουλευτή προς την κυβέρνηση)-ировать επερωτώ (μέλος της κυβέρνησης), καταθέτω επερώτηση (προς την κυβέρνηση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерпелляция
-
6 опрос
1. рад. η επερώτηση 2. (в системе обегающего контроля) η εξερεύνηση, η ανίχνευση 3. (метод сбора информации) η δημοσκόπηση 4. (вчт., свз.) η ερωταπόκρισηупорядоченный - вчт. η σταθμοσκόπηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опрос
-
7 запрашивать
запрашиватьнесов1. ἐρωτώ, ζήτω, ἐξετάζω:\запрашивать чье-л. мнение ζητῶ τή γνώμη κάποιου· \запрашивать парламент ὁ чем-л. κάνω ἐπερώτηση στή βουλή·2. (цену) ζητώ ὑψηλή τιμή. -
8 интерпелляция
интерпелляцияж ἡ ἐπερὠτηση [-ις]. -
9 запрос
[ζαπρόσ] ουσ. α επερώτηση -
10 запрос
[ζαπρόσ] ουσ α επερώτηση -
11 интерпеллировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.επερωτώ, κάνω επερώτηση. -
12 интерпелляция
-и θ.επερώτηση (βουλευτή). -
13 неблагоприятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноδυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•
-ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•
неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.
|| αρνητικός• άσχημος•на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•
-ая погода παλιόκαιρος.
См. также в других словарях:
επερώτηση — η (AM ἐπερώτησις) [επερωτώ] ερώτηση επί συγκεκριμένου θέματος νεοελλ. γραπτή ερώτηση μέλους ή ομάδας μελών τού κοινοβουλίου, που στρέφεται εναντίον υπουργού, συναρμόδιων υπουργών ή τής κυβερνήσεως συνολικά μσν. σύμβαση η οποία δημιουργούσε… … Dictionary of Greek
επερώτηση — η 1. ερώτηση για κάποιο θέμα. 2. γραπτό ερώτημα, που καταθέτει βουλευτής στο προεδρείο της βουλής, με το οποίο ελέγχεται ορισμένη κυβερνητική πράξη ή η γενική πολιτική της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπερωτήσῃ — ἐπερωτήσηι , ἐπερώτησις questioning fem dat sg (epic) ἐπερωτάω consult aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεπερώτηση — η επερώτηση που γίνεται για να ανατρέψει άλλη επερώτηση ή να προκαλέσει αντιπερισπασμό … Dictionary of Greek
Ακουίλιος, Γάιος Γάλλος — (Caius Gallus Aquilius, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος νομομαθής, μαθητής του Μούκιου Σκαιόλα, που τον θαύμαζε ο Κικέρωνας για τη ρητορική του δεινότητα. Έγινε γνωστός με την actio de dolo (αγωγή για δόλο) και την stipulatio aquilliana (ακουιλιανή… … Dictionary of Greek
επερωτητής — ο (AM ἐπερωτητής) [επερωτώ] νεοελλ. αυτός που υποβάλλει επερώτηση αρχ. αυτός που ερευνά για να πληροφορηθεί κάτι … Dictionary of Greek
επερωτώ — (AM ἐπερωτῶ, άω) νεοελλ. υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία αρχ. μσν. ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῑν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.) μσν. (νομ.) συμφωνώ με ομολογία αρχ. 1. ρωτώ 2. προβάλλω ερώτηση,… … Dictionary of Greek
επερωτώ — επερώτησα, επερωτήθηκα, μτβ. 1. ερωτώ (υποβάλλω ερώτημα) για κάποιο θέμα, ζητώ να μάθω για κάτι. 2. κάνω επερώτηση (βλ. λ., 2) στη βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγομαχώ — φυγομάχησα, αμτβ., αποφεύγω τη μάχη ή τον αγώνα από δειλία, αποφεύγω κάθε αγώνα: Φυγομαχεί ο υπουργός και δεν απαντά στην επερώτηση του βουλευτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)